- τοσοδούλης
- α, ι такой маленький
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τοσοδούλης — α, ικο, Ν τόσο μικρός, πάρα πολύ μικρός, τόσος δα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος, η, ο δα + υποκορ. κατάλ. ούλης (πρβλ. μικρ ούλης)] … Dictionary of Greek